- μπορεί κανείς να δεί
- можат да cе видат
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορικής Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου — Λειτουργεί από το 1975 στον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου στεγαζόταν η λέσχη του κόμματος των Φιλελευθέρων (Χρήστου Λαδά 2, Αθήνα). Στη συλλογή του περιλαμβάνονται φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα και διάφορα άλλα είδη της εποχής του Ελευθέριου… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Τεχνικό Θεσσαλονίκης — Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Κτίριο 47, 2η οδός, Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, Σϊνδος) ιδρύθηκε το 1978 από μία ομάδα εκπαιδευτικών, τεχνικών και επιχειρηματιών που τους συνέδεε το όραμα ενός κοινωφελούς πολιτιστικού φορέα, ο οποίος θα… … Dictionary of Greek
ορατός — ή, ό (ΑΜ ὁρατός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με την όραση, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει («πιστεύω εἰς ἕνα θεόν... ποιητὴν οὐρανοῡ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», Σύμβ. Πίστεως) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορατά αυτά… … Dictionary of Greek
πανδερκής — ές, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει από όλες τις πλευρές 2. αυτός που βλέπει τους πάντες ή τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1994 με σκοπό τη μελέτη, την ανάδειξη και τη φύλαξη των ευρημάτων του μοναδικού, σε παγκόσμια κλίμακα, απολιθωμένου δάσους της Λέσβου που εκτείνεται σε μία περιοχή 150.000 στρεμμάτων στο δυτικό άκρο του νησιού. Το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Νάξου (Επιτόπιο) — Από το καλοκαίρι του 1999, στην πλατεία του μητροπολιτικού ναού της Nάξου, λειτουργεί ένα μοναδικό στην Eλλάδα μουσείο. Στην πλατεία και στον υπόγειο χώρο των 400 τ.μ. περίπου μπορεί κανείς να δει τα ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σάμου — Η δημιουργία του μουσείου είναι αποτέλεσμα προσπαθειών που οργανώθηκαν και συντονίστηκαν από το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου υπό την επωνυμία Νικόλαος Δημητρίου. Το μουσείο λειτουργεί από το 1997 και σκοπό έχει να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της… … Dictionary of Greek